- χρησιδεσποτεία
- χρησικτησία η юр. получение в собственность за давностью пользования
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χρησιδεσποτεία — η, Ν (νομ.) η άσκηση νομής διάνοιᾳ κυρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρησιδεσπότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Κ. Φρεαρίτη] … Dictionary of Greek